Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι γεωργικές μηχανές

См. также в других словарях:

  • κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • σοβχόζ — Μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις στο σύστημα της· σοσιαλιστικής αγροτικής οικονομίας της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Τα πρώτα σ. ιδρύθηκαν στα δημευμένα αγροκτήματα των τσιφλικάδων (1918). Σύμφωνα με τον Λένιν, σκοπός των σ. ήταν να δείξουν παραστατικά στους… …   Dictionary of Greek

  • Ελσίνκι — (Helsinki). Πόλη (559.718 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Φιλανδίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Φινικού κόλπου, πάνω σε μια σειρά χερσονήσων που διαθέτουν πολυάριθμους μυχούς και περιβάλλονται από διάφορα νησιά. Αποτελεί το κύριο λιμάνι της… …   Dictionary of Greek

  • Μάντοβα — (Mantova). Πόλη (47.790 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην περιφέρεια της Λομβαρδίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.339 τ. χλμ., 375.159 κάτ.). Είναι χτισμένη σε σημείο όπου διευρύνεται η επιφάνεια του ποταμού Μίντσιο κοντά στη συμβολή του με… …   Dictionary of Greek

  • Σικάγο — (Chicago). Πόλη (8 116000 κάτ.) των ΗΠΑ στην Πολιτείας Ιλινόις, στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Μίσιγκαν, κοντά στις εκβολές των μικρών ποταμών Σικάγο και Κάλιουμετ. Σε αριθμό κατοίκων είναι η δεύτερη πόλη των ΗΠΑ (μετά τη Νέα Υόρκη) και από τις… …   Dictionary of Greek

  • Τορόντο (Toronto) — Πόλη (612.289 κάτ.), του νοτιοανατολικού Καναδά, πρωτεύουσα της ομόσπονδης επαρχίας Οντάριο. Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης Οντάριο, στο σημείο που εκβάλλει σε αυτήν ο ποταμός Χάμπερ, σε μια ελαφρά κυματοειδή περιοχή. Είναι η… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • τρακτέρ — (γαλλική λ. = ελκυστήρας). Αυτοκινούμενο όχημα, με τροχούς ή με ερπύστρια, που χρησιμοποιείται για γεωργικές ή οδοποιητικές εργασίες, για ρυμούλκηση άλλων οχημάτων, που έχουν φορτία, και για μετάδοση κίνησης (με ιμάντα) σε άλλες μηχανές. Το τ.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»